Definify.com
Definition 2024
οικοσύστημα
οικοσύστημα
Greek
Noun
οικοσύστημα • (oikosýstima) n (plural οικοσυστήματα)
Declension
declension of οικοσύστημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οικοσύστημα | οικοσυστήματα |
genitive | οικοσυστήματος | οικοσυστημάτων |
accusative | οικοσύστημα | οικοσυστήματα |
vocative | οικοσύστημα | οικοσυστήματα |