Definify.com
Definition 2024
οδοντίατρος
οδοντίατρος
Greek
Alternative forms
- οδοντογιατρός m f (odontogiatrós)
Noun
οδοντίατρος • (odontíatros) m f (plural οδοντίατροι)
Declension
declension of οδοντίατρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οδοντίατρος | οδοντίατροι |
genitive | οδοντιάτρου | οδοντιάτρων |
accusative | οδοντίατρο | οδοντιάτρους |
vocative | οδοντίατρε | οδοντίατροι |
Related terms
- see: γιατρός m, f (giatrós, “doctor, physician”)