Definify.com
Definition 2024
ξενοδοχοϋπάλληλοι
ξενοδοχοϋπάλληλοι
Greek
Noun
ξενοδοχοϋπάλληλοι • (xenodochoÿpálliloi) m, f
- Nominative plural form of ξενοδοχοϋπάλληλος (xenodochoÿpállilos).
- Vocative plural form of ξενοδοχοϋπάλληλος (xenodochoÿpállilos).