Definify.com

Definition 2024


ξενοδοχουπάλληλος

ξενοδοχουπάλληλος

Greek

Noun

ξενοδοχουπάλληλος (xenodochoupállilos) m, f

  1. Misspelling of ξενοδοχοϋπάλληλος (xenodochoÿpállilos).