Definify.com
Definition 2024
νομισματολόγος
νομισματολόγος
Greek
Noun
νομισματολόγος • (nomismatológos) m, f (plural νομισματολόγοι)
Declension
declension of νομισματολόγος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νομισματολόγος | νομισματολόγοι |
genitive | νομισματολόγου | νομισματολόγων |
accusative | νομισματολόγο | νομισματολόγους |
vocative | νομισματολόγε | νομισματολόγοι |
Related terms
- νόμισμα n (nómisma, “coin”)
External links
- Νομισματολογία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el