Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
νεύρωση
νεύρωση
Greek
Noun
νεύρωση
•
(
névrosi
)
f
(
plural
νευρώσεις
)
(
medicine
,
psychiatry
)
neurosis
Declension
declension of
νεύρωση
singular
plural
nominative
νεύρωση
νευρώσεις
genitive
νεύρωσης
/
νευρώσεως
νευρώσεων
accusative
νεύρωση
νευρώσεις
vocative
νεύρωση
νευρώσεις
Similar Results