Definify.com
Definition 2024
μυστήριο
μυστήριο
Greek
Noun
μυστήριο • (mystírio) n (plural μυστήρια)
Declension
declension of μυστήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μυστήριο | μυστήρια |
genitive | μυστηρίου | μυστηρίων |
accusative | μυστήριο | μυστήρια |
vocative | μυστήριο | μυστήρια |
Derived terms
- μυστηριώδης (mystiriódis, “mysterious”)