Definify.com
Definition 2024
μπομπότα
μπομπότα
Greek
Noun
μπομπότα • (bompóta) f (plural μπομπότες)
Declension
declension of μπομπότα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπομπότα | μπομπότες |
genitive | μπομπότας | — |
accusative | μπομπότα | μπομπότες |
vocative | μπομπότα | μπομπότες |
Synonyms
- καλαμποκόψωμο n (kalampokópsomo, “cornbread”)
- καλαμποκίσιο ψωμί n (kalampokísio psomí)
Related terms
- see: καλαμπόκι n (kalampóki, “maize, sweet corn”)