Definify.com
Definition 2024
μπαρμπέρικο
μπαρμπέρικο
Greek
Noun
μπαρμπέρικο • (barmpériko) n (plural μπαρμπέρικα)
- barbershop, barber's shop, hairdresser's
Declension
declension of μπαρμπέρικο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπαρμμπέρικο | μπαρμμπέρικα |
genitive | μπαρμμπέρικου | μπαρμμπέρικων |
accusative | μπαρμμπέρικο | μπαρμμπέρικα |
vocative | μπαρμμπέρικο | μπαρμμπέρικα |
Synonyms
- κουρείο n (koureío)
Related terms
- μπαρμπέρης m (barmpéris, “barber”)