Definify.com
Definition 2024
μονόπλευροι
μονόπλευροι
Greek
Adjective
μονόπλευροι • (monóplevroi)
- Nominative masculine plural form of μονόπλευρος (monóplevros).
- Vocative masculine plural form of μονόπλευρος (monóplevros).
μονόπλευροι • (monóplevroi)