Definify.com
Definition 2024
μονόλιθος
μονόλιθος
Greek
Noun
μονόλιθος • (monólithos) m (plural μονόλιθοι)
Declension
declension of μονόλιθος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μονόλιθος | μονόλιθοι |
genitive | μονολίθου | μονολίθων |
accusative | μονόλιθο | μονολίθους |
vocative | μονόλιθε | μονόλιθοι |