Definify.com

Definition 2024


μονοτονικό

μονοτονικό

Greek

Adjective

μονοτονικό (monotonikó)

  1. Accusative masculine singular form of μονοτονικός (monotonikós).
  2. Nominative neuter singular form of μονοτονικός (monotonikós).
  3. Accusative neuter singular form of μονοτονικός (monotonikós).
  4. Vocative neuter singular form of μονοτονικός (monotonikós).