Definify.com
Definition 2024
μοδίστρα
μοδίστρα
Greek
Noun
μοδίστρα • (modístra) f
- tailor (female)
Declension
declension of μοδίστρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μοδίστρα | μοδίστρες |
genitive | μοδίστρας | μοδιστρών |
accusative | μοδίστρα | μοδίστρες |
vocative | μοδίστρα | μοδίστρες |
Related terms
- μοδιστράδικο n (modistrádiko)
- μοδιστρική f (modistrikí)
- μόδιστρος m (módistros)
- μοδιστρούλα f (modistroúla)
Synonyms
- ράφτρα f (ráftra)