Definify.com

Definition 2024


μισέω

μισέω

Ancient Greek

Verb

μῑσέω (mīséō)

  1. I hate

Inflection

Derived terms

  • ἀντιμῑσέω (antimīséō)
  • ἀπομῑσέω (apomīséō)
  • δῐᾰμῑσέω (diamīséō)
  • ἐκμῑσέω (ekmīséō)
  • μῑσηδονία (mīsēdonía)
  • μῑσήνερως (mīsḗnerōs)
  • προσμῑσέω (prosmīséō)
  • σῠμμῑσέω (summīséō)
  • ὑπερμῑσέω (hupermīséō)

Related terms

  • μισηθρον (misēthron)
  • μίσημᾰ (mísēma)
  • μῑσητέος (mīsētéos)
  • μῑσητής (mīsētḗs)
  • μῑσητία (mīsētía)
  • μῑσητίζω (mīsētízō)
  • μῑσητικός (mīsētikós)
  • μῑσητός (mīsētós)
  • μίσητος (mísētos)
  • μίσητρον (mísētron)

See also

  • στῠγέω (stugéō)

References