Definify.com
Definition 2024
μετανάστης
μετανάστης
Greek
Noun
μετανάστης • (metanástis) m (plural μετανάστες, feminine μετανάστρια)
Declension
declension of μετανάστης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μετανάστης | μετανάστες |
genitive | μετανάστη | μεταναστών |
accusative | μετανάστη | μετανάστες |
vocative | μετανάστη | μετανάστες |