Definify.com
Definition 2024
μετακόμιση
μετακόμιση
Greek
Noun
μετακόμιση • (metakómisi) f (plural μετακομίσεις)
Declension
declension of μετακόμιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μετακόμιση | μετακομίσεις |
genitive | μετακόμισης / μετακομίσεως | μετακομίσεων |
accusative | μετακόμιση | μετακομίσεις |
vocative | μετακόμιση | μετακομίσεις |