Definify.com
Definition 2024
μετάξι
μετάξι
Greek
Noun
μετάξι • (metáxi) n (plural μετάξια)
- (textiles) silk (fibre, textile)
Declension
declension of μετάξι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μετάξι | μετάξια |
genitive | μεταξιού | μεταξιών |
accusative | μετάξι | μετάξια |
vocative | μετάξι | μετάξια |