Definify.com
Definition 2024
μειονέκτημα
μειονέκτημα
Greek
Noun
μειονέκτημα • (meionéktima) n (plural μειονεκτήματα)
Declension
declension of μειονέκτημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μειονέκτημα | μειονεκτήματα |
genitive | μειονεκτήματος | μειονεκτημάτων |
accusative | μειονέκτημα | μειονεκτήματα |
vocative | μειονέκτημα | μειονεκτήματα |