Definify.com
Definition 2024
μείωση
μείωση
Greek
Noun
μείωση • (meíosi) f (plural μειώσεις)
- decrease, reduction: the process, the rate of that process or its result
- (biology, genetics, cytology) meiosis, reduction division of a cell
- humiliation
Declension
declension of μείωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μείωση | μειώσεις |
genitive | μείωσης / μειώσεως | μειώσεων |
accusative | μείωση | μειώσεις |
vocative | μείωση | μειώσεις |
Related terms
- μειώνω (meióno, “reduce, cut back”)