Definify.com
Definition 2024
μαχαιροπήρουνο
μαχαιροπήρουνο
Greek
Verb
μαχαιροπήρουνο • (machairopírouno) (simple past μαχαιροπήρουνα) (usually plural)
- Alternative form of μαχαιροπίρουνο (machairopírouno)
Declension
declension of μαχαιροπήρουνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαχαιροπήρουνο | μαχαιροπήρουνα |
genitive | μαχαιροπήρουνου | μαχαιροπήρουνων |
accusative | μαχαιροπήρουνο | μαχαιροπήρουνα |
vocative | μαχαιροπήρουνο | μαχαιροπήρουνα |