Definify.com

Definition 2024


μαχαιροπήρουνο

μαχαιροπήρουνο

Greek

Verb

μαχαιροπήρουνο (machairopírouno) (simple past μαχαιροπήρουνα) (usually plural)

  1. Alternative form of μαχαιροπίρουνο (machairopírouno)

Declension