Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μασχάλη
μασχάλη
Greek
Noun
μασχάλη
•
(
mascháli
)
f
(
plural
μασχάλες
)
(
anatomy
)
armpit
,
axilla
Declension
declension of
μασχάλη
singular
plural
nominative
μασχάλη
μασχάλες
genitive
μασχάλης
μασχαλών
accusative
μασχάλη
μασχάλες
vocative
μασχάλη
μασχάλες
Pronunciation
IPA
(key)
:
[maˈsxali]
Hyphenation:
μα‧σχά‧λη
Similar Results