Definify.com
Definition 2024
μανόμετρο
μανόμετρο
Greek
Noun
μανόμετρο • (manómetro) n (plural μανόμετρα)
- (sciences) manometer
Declension
declension of μανόμετρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μανόμετρο | μανόμετρα |
genitive | μανομέτρου | μανομέτρων |
accusative | μανόμετρο | μανόμετρα |
vocative | μανόμετρο | μανόμετρα |