Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μαντίλι
μαντίλι
Greek
Noun
μαντίλι
•
(
mantíli
)
n
(
plural
μαντίλια
)
Alternative form of
μαντήλι
(
mantíli
)
Declension
declension of
μαντίλι
singular
plural
nominative
μαντίλι
μαντίλια
genitive
μαντιλιού
μαντιλιών
accusative
μαντίλι
μαντίλια
vocative
μαντίλι
μαντίλια
Similar Results