Definify.com
Definition 2024
μαζοχίστρια
μαζοχίστρια
Greek
Noun
μαζοχίστρια • (mazochístria) f (plural μαζοχίστριες, masculine μαζοχιστής)
Declension
declension of μαζοχίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαζοχίστρια | μαζοχίστριες |
genitive | μαζοχίστριας | μαζοχιστριών |
accusative | μαζοχίστρια | μαζοχίστριες |
vocative | μαζοχίστρια | μαζοχίστριες |