Definify.com
Definition 2024
μαγνητόφωνο
μαγνητόφωνο
Greek
Noun
μαγνητόφωνο • (magnitófono) n
Declension
declension of μαγνητόφωνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαγνητόφωνο | μαγνητόφωνα |
genitive | μαγνητοφώνου | μαγνητοφώνων |
accusative | μαγνητόφωνο | μαγνητόφωνα |
vocative | μαγνητόφωνο | μαγνητόφωνα |