Definify.com

Definition 2024


μαίνομαι

μαίνομαι

Ancient Greek

Verb

μαίνομαι (maínomai)

  1. I am mad, angry, I rage
  2. I am mad, raving, out of my mind

Inflection

Derived terms

  • ἀντιμαίνομαι (antimaínomai)
  • ἀπομαίνομαι (apomaínomai)
  • ἐκμαίνω (ekmaínō)
  • ἐμμαίνομαι (emmaínomai)
  • ἐρυγμαίνω (erugmaínō)
  • καταμαίνομαι (katamaínomai)
  • παραμαίνομαι (paramaínomai)
  • περιμαίνομαι (perimaínomai)
  • σκυδμαίνω (skudmaínō)
  • συμμαίνομαι (summaínomai)
  • ὑπερμαίνομαι (hupermaínomai)
  • ὑπομαίνομαι (hupomaínomai)

Related terms

  • ἀμήνιτος (amḗnitos)
  • μάνη (mánē)
  • μανία (manía)
  • μανικός (manikós)
  • μηνιθμός (mēnithmós)
  • μήνιμα (mḗnima)
  • μῆνις (mênis)
  • μηνιτής (mēnitḗs)

References


Greek

Verb

μαίνομαι (maínomai) (found only in the present and imperfect tenses, deponent)

  1. rage (act in an angry or mad manner)

Conjugation

This verb needs an inflection-table template.