Definify.com
Definition 2024
μήνυμα
μήνυμα
Greek
Noun
μήνυμα • (mínyma) n (plural μηνύματα)
- message
- συλλυπητήριο μήνυμα ― syllypitírio mínyma ― message of condolence
- αφήστε το μήνυμά σας μετά το χαρακτηριστικό ήχο ― afíste to mínymá sas metá to charaktiristikó ícho ― leave your message after the beep
- email; text, SMS
- (figuratively) message
- το μήνυμα του χριστιανισμού ― to mínyma tou christianismoú ― the message of Christianity
Declension
declension of μήνυμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μήνυμα | μηνύματα |
genitive | μηνύματος | μηνυμάτων |
accusative | μήνυμα | μηνύματα |
vocative | μήνυμα | μηνύματα |