Definify.com
Definition 2024
λουλούδι
λουλούδι
Greek
Noun
λουλούδι • (louloúdi) n (plural λουλούδια)
Declension
declension of λουλούδι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λουλούδι | λουλούδια |
genitive | λουλουδιού | λουλουδιών |
accusative | λουλούδι | λουλούδια |
vocative | λουλούδι | λουλούδια |
Synonyms
Derived terms
- see: αγριολούλουδο n (agrioloúloudo, “wild flower”)
References
- ↑ Babiniotis, Georgios (2008) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας [Modern Greek Dictionary], 3rd edition, Athens: Lexicology Centre
- ↑ Kriaras, Emmanuel (1995) Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας [Modern Greek Dictionary of the Contemporary Demotic Language, Written and Spoken], Athens: Ekdotike Athenon