Definify.com
Definition 2024
λοιμοκαθαρτήρια
λοιμοκαθαρτήρια
Greek
Noun
λοιμοκαθαρτήρια • (loimokathartíria) n
- nominative plural of λοιμοκαθαρτήριο (loimokathartírio)
- accusative plural of λοιμοκαθαρτήριο (loimokathartírio)
- vocative plural of λοιμοκαθαρτήριο (loimokathartírio)