Definify.com
Definition 2024
λογιστική
λογιστική
Greek
Adjective
λογιστική • (logistikí)
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of λογιστικός (logistikós).
Noun
λογιστική • (logistikí) f (uncountable)
λογιστική • (logistikí)
λογιστική • (logistikí) f (uncountable)