Definify.com

Definition 2024


λογαριασμός

λογαριασμός

Greek

Noun

λογαριασμός (logariasmós) m (plural λογαριασμοί)

  1. bill (UK); tab, check (US) (account at restaurant, etc)
    Μπορώ να έχω τον λογαριασμό;Boró na écho ton logariasmó? ― Can I have the bill please?
  2. invoice, account
  3. account (at bank, with company, etc)
  4. financial report

Declension

Synonyms

Related terms

  • ανοιχτοί λογαριασμοί (anoichtoí logariasmoí)
  • βάζω σε λογαριασμό (vázo se logariasmó)
  • δίνω λογαριασμό (díno logariasmó)
  • είναι δικός μου λογαριασμός (eínai dikós mou logariasmós)
  • ξεκαθάρισμα λογαριασμών (xekathárisma logariasmón)
  • χάνω το λογαριασμό (cháno to logariasmó, to lose count)