Definify.com
Definition 2024
λογαριασμός
λογαριασμός
Greek
Noun
λογαριασμός • (logariasmós) m (plural λογαριασμοί)
- bill (UK); tab, check (US) (account at restaurant, etc)
- Μπορώ να έχω τον λογαριασμό; ― Boró na écho ton logariasmó? ― Can I have the bill please?
- invoice, account
- account (at bank, with company, etc)
- financial report
Declension
declension of λογαριασμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λογαριασμός | λογαριασμοί |
genitive | λογαριασμού | λογαριασμών |
accusative | λογαριασμό | λογαριασμούς |
vocative | λογαριασμέ | λογαριασμοί |
Synonyms
- (invoice): τιμολόγιο n (timológio)
Related terms
- ανοιχτοί λογαριασμοί (anoichtoí logariasmoí)
- βάζω σε λογαριασμό (vázo se logariasmó)
- δίνω λογαριασμό (díno logariasmó)
- είναι δικός μου λογαριασμός (eínai dikós mou logariasmós)
- ξεκαθάρισμα λογαριασμών (xekathárisma logariasmón)
- χάνω το λογαριασμό (cháno to logariasmó, “to lose count”)