Definify.com
Definition 2024
λειψανοθήκη
λειψανοθήκη
Greek
Noun
λειψανοθήκη • (leipsanothíki) f (plural λειψανοθήκες)
Declension
declension of λειψανοθήκη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λειψανοθήκη | λειψανοθήκες |
genitive | λειψανοθήκης | λειψανοθηκών |
accusative | λειψανοθήκη | λειψανοθήκες |
vocative | λειψανοθήκη | λειψανοθήκες |
Related terms
- λείψανο n (leípsano, “relic”)