Definify.com
Definition 2024
λεβιστικό
λεβιστικό
Greek
Noun
λεβιστικό • (levistikó) n (plural λεβιστικά)
- lovage (herb)
Declension
declension of λεβιστικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λεβιστικό | λεβιστικά |
genitive | λεβιστικού | λεβιστικών |
accusative | λεβιστικό | λεβιστικά |
vocative | λεβιστικό | λεβιστικά |
External links
- Λεβιστικόν το φαρμακευτικόν on the Greek Wikipedia.Wikipedia el