Definify.com
Definition 2024
λαζαρέττο
λαζαρέττο
Greek
Noun
λαζαρέττο • (lazarétto) n (plural λαζαρέττα)
- less common spelling of λαζαρέτο
Declension
declension of λαζαρέττο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λαζαρέττο | λαζαρέττα |
genitive | λαζαρέττου | λαζαρέττων |
accusative | λαζαρέττο | λαζαρέττα |
vocative | λαζαρέττο | λαζαρέττα |