Definify.com
Definition 2024
λαγωνικό
λαγωνικό
Greek
Noun
λαγωνικό • (lagonikó) n
- hound (dog)
Declension
declension of λαγωνικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λαγωνικό | λαγωνικά |
genitive | λαγωνικού | λαγωνικών |
accusative | λαγωνικό | λαγωνικά |
vocative | λαγωνικό | λαγωνικά |