Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
κύκνεια_άσματα
κύκνεια άσματα
Greek
Noun
κύκνεια άσματα
•
(
kýkneia ásmata
)
n
Plural
form of
κύκνειο άσμα
(
kýkneio ásma
)
.
Similar Results