Definify.com
Definition 2024
κυνηγός
κυνηγός
Greek
Noun
κυνηγός • (kynigós) m (plural κυνηγοί)
Declension
declension of κυνηγός
Derived terms
- κυνηγάρης (kynigáris)
- κυνηγετικός (kynigetikós)
- κυνήγημα (kynígima)
- κυνηγητό (kynigitó)
- κυνήγι (kynígi)
- κυνηγός κεφαλών (kynigós kefalón)
- κυνηγόσκυλο (kynigóskylo)
- κυνηγώ (kynigó)