Definify.com
Definition 2024
κυβερνήτης
κυβερνήτης
Greek
Noun
κυβερνήτης • (kyvernítis) m (plural κυβερνήτες)
Declension
declension of κυβερνήτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κυβερνήτης | κυβερνήτες |
genitive | κυβερνήτη | κυβερνητών |
accusative | κυβερνήτη | κυβερνήτες |
vocative | κυβερνήτη | κυβερνήτες |