Definify.com
Definition 2024
κρατιστής
κρατιστής
Greek
Noun
κρατιστής • (kratistís) m (plural κρατιστές)
- statist (a supporter of statism)
Declension
declension of κρατιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κρατιστής | κρατιστές |
genitive | κρατιστή | κρατιστών |
accusative | κρατιστή | κρατιστές |
vocative | κρατιστή | κρατιστές |
Related terms
- see: κράτος n (krátos, “state”)
Antonyms
- αναρχικός m (anarchikós, “anarchist”)