Definify.com
Definition 2024
κουνουπίδι
κουνουπίδι
Greek
Noun
κουνουπίδι • (kounoupídi) n (plural κουνουπίδια)
Declension
declension of κουνουπίδι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κουνουπίδι | κουνουπίδια |
genitive | κουνουπιδιού | κουνουπιδιών |
accusative | κουνουπίδι | κουνουπίδια |
vocative | κουνουπίδι | κουνουπίδια |
Synonyms
- ανθοκράμβη f (anthokrámvi)