Definify.com
Definition 2024
κοσμοδρόμιο
κοσμοδρόμιο
Greek
Noun
κοσμοδρόμιο • (kosmodrómio) n (plural κοσμοδρόμια)
- cosmodrome (space launch site)
Declension
declension of κοσμοδρόμιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κοσμοδρόμιο | κοσμοδρόμια |
genitive | κοσμοδρομίου | κοσμοδρομίων |
accusative | κοσμοδρόμιο | κοσμοδρόμια |
vocative | κοσμοδρόμιο | κοσμοδρόμια |