Definify.com
Definition 2024
κορβανάς
κορβανάς
Greek
Noun
κορβανάς • (korvanás) m (plural κορβανάδες)
- fund, coffers
- Ο κρατικός κορβανάς είναι άδειος και τρύπιος.
- The national coffers are empty and leaky.
- Ο κρατικός κορβανάς είναι άδειος και τρύπιος.
- safe, strongbox, coffer
- (gambling) kitty, pot
Declension
declension of κορβανάς
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κορβανάς | κορβανάδες |
genitive | κορβανά | κορβανάδων |
accusative | κορβανά | κορβανάδες |
vocative | κορβανά | κορβανάδες |
Synonyms
- κοινό ταμείο n (koinó tameío, “common purse”)