Definify.com
Definition 2024
κομμουνιστής
κομμουνιστής
Greek
Alternative forms
- κομουνιστής m (komounistís)
Noun
κομμουνιστής • (kommounistís) m (plural κομμουνιστές, feminine κομμουνίστρια)
- (politics, philosophy) communist
Declension
declension of κομμουνιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κομμουνιστής | κομμουνιστές |
genitive | κομμουνιστή | κομμουνιστών |
accusative | κομμουνιστή | κομμουνιστές |
vocative | κομμουνιστή | κομμουνιστές |
Related terms
- see: κομμουνισμός m (kommounismós, “communism”)
External links
- Κομμουνισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el