Definify.com
Definition 2024
κολονοσκόπηση
κολονοσκόπηση
Greek
Noun
κολονοσκόπηση • (kolonoskópisi) f (plural κολονοσκοπήσεις)
Declension
declension of κολονοσκόπηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κολονοσκόπηση | κολονοσκοπήσεις |
genitive | κολονοσκόπησης / κολονοσκοπήσεως | κολονοσκοπήσεων |
accusative | κολονοσκόπηση | κολονοσκοπήσεις |
vocative | κολονοσκόπηση | κολονοσκοπήσεις |
Coordinate terms
- ενδοσκόπηση f (endoskópisi, “endoscopy”)
External links
- κολονοσκόπηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el