Definify.com
Definition 2024
κοινοβουλευτικού
κοινοβουλευτικού
Greek
Adjective
κοινοβουλευτικού • (koinovouleftikoú)
- Genitive masculine singular form of κοινοβουλευτικός (koinovouleftikós).
- Genitive neuter singular form of κοινοβουλευτικός (koinovouleftikós).