Definify.com

Definition 2024


κοινοβουλευτικού

κοινοβουλευτικού

Greek

Adjective

κοινοβουλευτικού (koinovouleftikoú)

  1. Genitive masculine singular form of κοινοβουλευτικός (koinovouleftikós).
  2. Genitive neuter singular form of κοινοβουλευτικός (koinovouleftikós).