Definify.com

Definition 2024


κοινοβουλευτικά

κοινοβουλευτικά

Greek

Adjective

κοινοβουλευτικά (koinovouleftiká)

  1. Nominative neuter plural form of κοινοβουλευτικός (koinovouleftikós).
  2. Accusative neuter plural form of κοινοβουλευτικός (koinovouleftikós).
  3. Vocative neuter plural form of κοινοβουλευτικός (koinovouleftikós).