Definify.com
Definition 2024
κοιμητήριο
κοιμητήριο
Greek
Noun
κοιμητήριο • (koimitírio) n (plural κοιμητήρια)
Declension
declension of κοιμητήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κοιμητήριο | κοιμητήρια |
genitive | κοιμητηρίου | κοιμητηρίων |
accusative | κοιμητήριο | κοιμητήρια |
vocative | κοιμητήριο | κοιμητήρια |
Synonyms
- κοιμητήρι n (koimitíri) (colloquial)
- νεκροταφείο n (nekrotafeío)
External links
- Νεκροταφείο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el