Definify.com
Definition 2024
κατσικόδρομος
κατσικόδρομος
Greek
Noun
κατσικόδρομος • (katsikódromos) m (plural κατσικόδρομοι)
- desire path, goat track
Declension
declension of κατσικόδρομος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατσικόδρομος | κατσικόδρομοι |
genitive | κατσικόδρομου | κατσικόδρομων |
accusative | κατσικόδρομο | κατσικόδρομους |
vocative | κατσικόδρομε | κατσικόδρομοι |
See also
- μονοπάτι n (monopáti, “footpath”)