Definify.com
Definition 2024
καταπραϋντικό
καταπραϋντικό
Greek
Noun
καταπραϋντικό • (katapraÿntikó) n (plural καταπραϋντικά)
Declension
declension of καταπραϋντικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταπραϋντικό | καταπραϋντικά |
genitive | καταπραϋντικού | καταπραϋντικών |
accusative | καταπραϋντικό | καταπραϋντικά |
vocative | καταπραϋντικό | καταπραϋντικά |
Synonyms
- ηρεμιστικό n (iremistikó)
Adjective
καταπραϋντικό • (katapraÿntikó)
- Accusative masculine singular form of καταπραϋντικός (katapraÿntikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of καταπραϋντικός (katapraÿntikós).