Definify.com
Definition 2024
κατάστημα
κατάστημα
Greek
Noun
κατάστημα • (katástima) n (plural καταστήματα)
Declension
declension of κατάστημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατάστημα | καταστήματα |
genitive | καταστήματος | καταστημάτων |
accusative | κατάστημα | καταστήματα |
vocative | κατάστημα | καταστήματα |
Related terms
- καταστηματάρχης m (katastimatárchis, “shopkeeper”)